Oxford Spanish Dictionary
alive [αμερικ əˈlaɪv, βρετ əˈlʌɪv] ΕΠΊΘ pred
1. alive (living):
- alive
-
2. alive (animated):
3. alive (active, in existence):
στο λεξικό PONS
alive [əˈlaɪv] ΕΠΊΘ
1. alive (not dead):
alive [ə·ˈlaɪv] ΕΠΊΘ
1. alive (not dead):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.