Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. enceinte [ɑ̃sɛ̃t] ΕΠΊΘ θηλ
II. enceinte [ɑ̃sɛ̃t] ΟΥΣ θηλ
1. enceinte (mur):
- enceinte
-
2. enceinte (espace):
ιδιωτισμοί:
- enceinte, a. enceinte acoustique ΤΕΧΝΟΛ
-
στο λεξικό PONS
enceinte2 [ɑ̃sɛ̃t] ΟΥΣ θηλ
1. enceinte (fortification, rempart):
- enceinte
-
2. enceinte (espace clos):
3. enceinte (haut-parleur):
- enceinte
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.