Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cérémonie [seʀemɔni] ΟΥΣ θηλ (tous contextes)
II. cérémonies ΟΥΣ θηλ πλ
cérémonies θηλ πλ (politesse exagérée):
-
- cérémonie θηλ d'investiture
-
- avec cérémonie
-
- cérémonie θηλ commémorative
-
- sans cérémonie
-
- cérémonie θηλ d'inauguration
στο λεξικό PONS
-
- cérémonie θηλ
-
- cérémonie θηλ
cérémonie [seʀemɔni] ΟΥΣ θηλ
- cérémonie
-
-
- cérémonie θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.