Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
informal [βρετ ɪnˈfɔːm(ə)l, αμερικ ɪnˈfɔrməl] ΕΠΊΘ
1. informal (unaffected):
2. informal (casual):
3. informal (relaxed):
- informal atmosphere, mood
-
- informal meal
-
- informel (informelle)
- informal
- sans cérémonies repas, invitation
- informal
-
- informal, colloquial
-
- informal
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.