cérémonie [seʀemɔni] ΟΥΣ θηλ
- cérémonie
- Zeremonie θηλ
- cérémonie
- Feier θηλ
- cérémonie
-
- cérémonie
-
- cérémonie religieuse
-
- cérémonie d'inauguration/d'ouverture
-
- cérémonie religieuse/civile du mariage
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- cérémonie inaugurale
- cérémonie d'intronisation d'un recteur d'université
- cérémonie religieuse
- cérémonie purificatoire