Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
cérémon|ieux (cérémonieuse) [seʀemɔnjø, øz] ΕΠΊΘ
cérémonieux ton, personne:
- cérémonieux (cérémonieuse)
-
στο λεξικό PONS
-
- cérémonieux(-euse)
cérémonieux (-euse) [seʀemɔnjø, -jøz] ΕΠΊΘ
- cérémonieux (-euse)
-
- cérémonieux (-euse) salut, ton
-
-
- cérémonieux(-euse)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.