Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. jum|eau (jumelle) <αρσ πλ jumeaux> [ʒymo, ɛl] ΕΠΊΘ
III. jumelle ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
I. jumeau (-elle) <x> [ʒymo, -ɛl] ΕΠΊΘ
I. jumeau (-elle) <x> [ʒymo, -ɛl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.