Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. vrai (vraie) [vʀɛ] ΕΠΊΘ
1. vrai (conforme à la vérité):
2. vrai (réel):
3. vrai (authentique):
4. vrai (intensif):
II. vrai ΟΥΣ αρσ
vrai αρσ:
III. vrai (vraie) [vʀɛ] ΕΠΊΡΡ
I. prêcher [pʀeʃe] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
vrai(e) [vʀɛ] ΕΠΊΘ
I. vrai [vʀɛ] ΟΥΣ αρσ
vrai(e) [vʀɛ] ΕΠΊΘ
I. vrai [vʀɛ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.