Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
regroupement [ʀ(ə)ɡʀupmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. regroupement (rassemblement):
3. regroupement (fait de remettre ensemble):
- regroupement familial ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
-
- regroupement pédagogique ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
-
- regroupement pédagogique ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
-
-
- regroupement αρσ
-
- regroupement αρσ
-
- section θηλ (dans les écoles secondaires, regroupement des professeurs par matière sous la responsabilité d'un enseignant)
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
regroupement αρσ
- regroupement familial
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.