Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
intérêt [ɛ̃teʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. intérêt (attention):
2. intérêt (attrait):
3. intérêt (avantage, utilité):
4. intérêt ΧΡΗΜΑΤΟΠ (de crédit):
στο λεξικό PONS
intérêt [ɛ̃teʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. intérêt (attention, importance, attrait):
2. intérêt (importance):
3. intérêt souvent πλ (cause):
4. intérêt (avantage):
5. intérêt souvent πλ (rendement):
intérêt [ɛ͂teʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. intérêt (attention, importance, attrait):
2. intérêt (importance):
3. intérêt souvent πλ (cause):
4. intérêt (avantage):
5. intérêt souvent πλ (rendement):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'intérêt
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique