Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
exceptional [βρετ ɪkˈsɛpʃ(ə)n(ə)l, ɛkˈsɛpʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˌɪkˈsɛpʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. exceptional (gen):
- exceptional
-
2. exceptional αμερικ ΣΧΟΛ:
- exceptional (handicapped)
-
- exceptional (gifted)
-
στο λεξικό PONS
exceptional [ɪkˈsepʃənl] ΕΠΊΘ
- exceptional
-
exceptional [ɪk·ˈsep·ʃ ə n· ə l] ΕΠΊΘ
- exceptional
-
- extraordinaire dépenses
- exceptional
-
- exceptional
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.