Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
annual instalment ΟΥΣ
- annual instalment
- annuité θηλ
annual percentage rate ΟΥΣ
annual percentage rate → annualized percentage rate
annualized percentage rate, APR ΟΥΣ
- annual subscription
-
στο λεξικό PONS
II. annual [ˈænjʊəl] ΟΥΣ
1. annual ΤΥΠΟΓΡ:
- annual
-
- annual membership fee
-
I. annual [ˈæn·jʊ·əl] ΕΠΊΘ
II. annual [ˈæn·jʊ·əl] ΟΥΣ
1. annual ΤΥΠΟΓΡ:
- annual
-
- annual membership fee
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- annual rainfall
- annual membership fee