Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
croissance [kʀwɑsɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. croissance ΟΙΚΟΝ:
rythme [ʀitm] ΟΥΣ αρσ
1. rythme:
2. rythme (allure):
3. rythme (mouvement régulier):
I. prime [pʀim] ΕΠΊΘ
1. prime (premier):
II. prime [pʀim] ΟΥΣ θηλ
1. prime (récompense):
III. prime [pʀim]
στο λεξικό PONS
-
- croissance θηλ
-
- croissance θηλ
-
- croissance θηλ
croissance [kʀwasɑ͂s] ΟΥΣ θηλ sans πλ
- croissance
-
- croissance démographique
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
croissance θηλ
- croissance économique
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.