Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. hundred [βρετ ˈhʌndrəd, αμερικ ˈhəndrəd] ΟΥΣ
II. hundred [βρετ ˈhʌndrəd, αμερικ ˈhəndrəd] ΕΠΊΘ
- hundred
-
I. hundred-year-old ΟΥΣ (person)
-
- centenaire αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
hundred <-(s)> [ˈhʌndrəd] ΕΠΊΘ
- hundred
-
hundred <-(s)> [ˈhʌn·drəd] ΕΠΊΘ
- hundred
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.