Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
bétail [betaj] ΟΥΣ αρσ
I. gras (grasse) [ɡʀɑ, ɡʀɑs] ΕΠΊΘ
1. gras (contenant de la graisse):
2. gras (huileux):
5. gras (abondant) λογοτεχνικό:
II. gras (grasse) [ɡʀɑ, ɡʀɑs] ΕΠΊΡΡ
3. gras (beaucoup) οικ:
στο λεξικό PONS
bétail [betaj] ΟΥΣ αρσ sans πλ
- bétail
-
bétail [betaj] ΟΥΣ αρσ sans πλ
- bétail
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.