Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. bumper [βρετ ˈbʌmpə, αμερικ ˈbəmpər] ΟΥΣ
II. bumper [βρετ ˈbʌmpə, αμερικ ˈbəmpər] ΕΠΊΘ προσδιορ (large)
- bumper crop, sales, year
-
- bumper αμετάβλ crowd, edition
-
bumper car ΟΥΣ
- bumper car
-
bumper sticker ΟΥΣ
- bumper sticker
- autocollant αρσ
bumper crop ΟΥΣ
- bumper crop
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.