Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. imbécile [ɛ̃besil] ΕΠΊΘ
imbécile personne, régime, remarque, mesure:
- imbécile
-
II. imbécile [ɛ̃besil] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
I. imbécile [ɛ̃besil] ΕΠΊΘ
- imbécile
-
I. imbécile [ɛ͂besil] ΕΠΊΘ
- imbécile
-
-
- imbécile αρσ θηλ
-
- imbécile αρσ θηλ
-
- imbécile αρσ θηλ
-
- imbécile αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.