I. be·ruf·lich ΕΠΊΘ
- beruflich
-
- beruflich
-
II. be·ruf·lich ΕΠΊΡΡ
-
- sich beruflich weiterentwickeln
-
- beruflich
-
- beruflich
-
- beruflich
- to do sth professionally
- etw beruflich betreiben
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.