Be·schluss <-es, Beschlüsse>, Be·schlußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
- Beschluss
-
- Beschluss
- resolution τυπικ
- Beschluss (Gerichtsbeschluss)
-
- Beschluss (Gerichtsbeschluss)
-
- auf Beschluss des Parlaments/Präsidenten
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.