Beschluss <-es, -schlüsse> SUBST αρσ
1. Beschluss (Entscheidung):
- Beschluss ΠΟΛΙΤ, ΝΟΜ
- απόφαση θηλ
- auf Beschluss des Ministerrates
-
- der Beschluss wird den Parteien zugestellt
-
2. Beschluss ΝΟΜ (im Strafrecht auch):
- Beschluss
- βούλευμα ουδ
3. Beschluss (eines Gesetzes):
- Beschluss ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ
- ψήφιση θηλ
4. Beschluss ΝΟΜ (im EU-Recht auch):
- Beschluss
- πράξη θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.