απόφασ|η <-εις> [aˈpɔfasi] SUBST θηλ
1. απόφαση:
- απόφαση
- Entschluss αρσ
- παίρνω απόφαση
-
- εταιρική απόφαση ΟΙΚΟΝ
-
- κομματική απόφαση
-
- απόφαση-πλαίσιο EE
- Rahmenbeschluss αρσ
- λήψη θηλ απόφασης (μεταξύ διάφορων δηνατοτήτων)
-
- διαδικασία θηλ λήψης απόφασης
-
2. απόφαση ΝΟΜ:
- απόφαση
- Urteil ουδ
- δικαστική απόφαση
- Gerichtsurteil ουδ
-
- Richterspruch αρσ
- ενδιάμεση απόφαση
- Zwischenurteil ουδ
-
- Vorbehaltsurteil ουδ
-
- Teilurteil ουδ
- αναγνωριστική απόφαση
-
- ερήμην απόφαση
- Säumnisurteil ουδ
- εσφαλμένη απόφαση
- Fehlurteil ουδ
- απαλλακτική απόφαση
- Freisprechung θηλ
- καταδικαστική απόφαση
- Verurteilung θηλ
- ποινική απόφαση
- Strafurteil ουδ
- τροποποιητική απόφαση
-
- αιτιολογία θηλ της απόφαση
-
- δημοσίευση θηλ της απόφασης
-
απόφαση SUBST
- προειλημμένη απόφαση
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- παίρνω απόφαση
- διαιτητική απόφαση
- Schiedsspruch αρσ
- καταδικαστική απόφαση
- Schuldspruch αρσ
- αναγνωριστική απόφαση
- εταιρική απόφαση ΟΙΚΟΝ