- ένας (μία) [ή (μια)]
- ein, eine, ein
- ένας (μία) [ή (μια)]
- einer, eine, eins
- στεκόταν ένας εκεί και περίμενε
- da stand einer und wartete
- είναι μία (η ώρα)
- es ist ein Uhr
- έμπαιναν ένας ένας
- sie traten einzeln ein
- κοίταζε ο ένας τον άλλον
- sie schauten sich gegenseitig an
- βοηθούσε ο ένας τον άλλον
- sie halfen sich gegenseitig
- (ο) ένας έρχεται, (ο) άλλος φεύγει
- der eine kommt, der andere geht
- ένας στους 10 ξέρει γερμανικά
- einer von 10 kann Deutsch
- του έδωσε μία στη μύτη
- er hat ihm eins auf die Nase gegeben
- του τίναξε μία κι έφυγε (του έδωσε χαστούκι)
- er scheuerte ihm eine und ging dann
- ένα και το αυτό
- ein und dasselbe
- τη μια λέει ναι, την άλλη όχι
- einmal sagt er ja, dann wieder nein
- μία/μια φορά
- einmal
- με μιάς
- auf einmal
- μια και είμαστε εδώ, ας πάρουμε μερικά λουλούδια μαζί μας
- wenn wir schon (mal) hier sind, können wir doch auch ein paar Blumen mitnehmen
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.