I. κανείς (καμιά) [ή (καμία)] [kaˈnis/kaˈnɛnas, kaˈmɲa/kaˈmia, kaˈnɛna] ΕΠΊΘ
1. κανείς:
2. κανείς (κάποιος):
- κανείς (καμιά) [ή (καμία)]
-
II. κανείς (καμιά) [ή (καμία)] [kaˈnis/kaˈnɛnas, kaˈmɲa/kaˈmia, kaˈnɛna] ΑΝΤΩΝ
1. κανείς (ούτε ένας):
2. κανείς (κάποιος):
- κανείς (καμιά) [ή (καμία)]
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.