καμιά
καμιά s. κανείς
I. κανείς (καμιά) [ή (καμία)] [kaˈnis/kaˈnɛnas, kaˈmɲa/kaˈmia, kaˈnɛna] ΕΠΊΘ
1. κανείς:
2. κανείς (κάποιος):
II. κανείς (καμιά) [ή (καμία)] [kaˈnis/kaˈnɛnas, kaˈmɲa/kaˈmia, kaˈnɛna] ΑΝΤΩΝ
1. κανείς (ούτε ένας):
2. κανείς (κάποιος):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- καμιά τετρακοσαριά
- καμιά οχτακοσαριά
- καμιά σαρανταριά
- καμιά τρακοσαριά
- καμιά τριανταριά
- καμιά δεκαπενταριά
- καμιά διακοσαριά
- καμιά εννιακοσαριά
- καμιά εξακοσαριά