γνωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɣnɔˈrizɔ] VERB μεταβ
1. γνωρίζω (γνωστοποιώ):
2. γνωρίζω (αναγνωρίζω):
3. γνωρίζω (έχω κάποιον ως γνωστό):
4. γνωρίζω (γίνομαι γνωστός με κάποιον):
6. γνωρίζω (συσταίνω):
γνωρίζω VERB
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.