BeschlussΜΟ <-es, -schlüsse>, Beschlußπαλαιότ <-sses, -schlüsse> ΟΥΣ αρσ
2. Beschluss ΝΟΜ:
- Beschluss eines Gerichts
- arrêt αρσ
- sofort vollstreckbarer Beschluss
-
- der Beschluss wird den Parteien zugestellt
-
Beschluss ΟΥΣ
- Beschluss αρσ ΝΟΜ CH
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.