στο λεξικό PONS
I. ge·richt·lich ΕΠΊΘ προσδιορ
II. ge·richt·lich ΕΠΊΡΡ
- gerichtliches Eingreifen
-
- gerichtliches Mahnverfahren
-
- erzwingbar gerichtlich
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gerichtliches Mahnverfahren phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- gerichtliches Mahnverfahren
-
-
- gerichtliches Mahnverfahren ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- sich αιτ gerichtlich [o. vor Gericht] auseinandersetzen
- gerichtliches Eingreifen
- gerichtliches Mahnverfahren