στο λεξικό PONS
För·der·mit·tel ΟΥΣ πλ
- Fördermittel
-
- Fördermittel
-
- öffentliche Arbeitsprojekte/Fördermittel
-
-
- Fördermittel pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Fördermittel ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Fördermittel (staatlich)
-
öffentliche Fördermittel ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
- öffentliche Fördermittel
-
-
- Fördermittel πλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Fördermittel
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- öffentliche Arbeitsprojekte/Fördermittel