στο λεξικό PONS
Haus·halt <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ
2. Haushalt (Haushaltsführung):
4. Haushalt ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Etat):
I. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΘ
II. öf·fent·lich [ˈœfn̩tlɪç] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentlicher Haushalt ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.