στο λεξικό PONS
Staats·bür·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ
Staats·be·am·te(r) (-be·am·tin) <-n, -n; -, -nen> ΟΥΣ αρσ (θηλ) κλιν τύπος wie επίθ
staats·bür·ger·lich ΕΠΊΘ προσδιορ τυπικ
Staats·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Staats·bi·blio·thek <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Staats·be·gräb·nis <-ses, -se> ΟΥΣ ουδ
Staats·ban·kett ΟΥΣ ουδ
Staats·be·sitz <-es, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ
Staats·be·such <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Staats·bank <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Geschäftsbudget ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Aktivitätsbudget ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Investitionsbudget ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Jahresbudget ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Währungsbudget ΟΥΣ ουδ ΛΟΓΙΣΤ
Staatsbankfunktion ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Staatsbank ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.