στο λεξικό PONS
activity ΟΥΣ
dis·ˈplace·ment ac·tiv·ity ΟΥΣ
- displacement activity
-
ac·ˈtiv·ity chart ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- activity chart
-
ac·ˈtiv·ity track·er ΟΥΣ
- activity tracker
-
ˈor·der ac·tiv·ity ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
- order activity
-
ˈsales ac·tiv·ity ΟΥΣ
- sales activity
- Absatzaktivität θηλ
ˈsur·face ac·tiv·ity ΟΥΣ ΧΗΜ
- surface activity
-
-
- activity
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
activity analysis ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- activity analysis
-
activity information ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- activity information
-
activity status ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- activity status
- Aktivitätsstatus αρσ
activity category ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- activity category
-
trust activity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- trust activity (Betätigungsfeld)
- Treuhandgeschäft ουδ
issuing activity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- issuing activity
-
order activity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- order activity
- Ordertätigkeit θηλ
consulting activity ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- consulting activity
-
internet activity ΟΥΣ E-COMM
- internet activity
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
communication activity ΕΠΙΚΟΙΝ
- communication activity
-
activity pattern ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, ΠΕΡΙΒ
- activity pattern
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.