στο λεξικό PONS
Treu·hand·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
- Treuhandgeschäft
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Treuhandgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Treuhandgeschäft (Betätigungsfeld)
-
- Treuhandgeschäft (Betätigungsfeld)
-
-
- Treuhandgeschäft ουδ
-
- Treuhandgeschäft ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.