Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 business activity ΟΥΣ
-  business activity
-  
displacement activity ΟΥΣ
-  displacement activity
-  déplacement αρσ
-  unsupervised activity
-  
-  devotional activity, attitude
-  
 
  
 -  
-  bustling activity
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 activity <-ies> [æk·ˈtɪv·ə·t̬i] ΟΥΣ
1. activity (↔ passivity):
-  activity
-  activité θηλ
2. activity πλ (pursuit):
-  activity
-  occupation θηλ
-  mindless activity
-  
 
  
 -  
-  activity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
