Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
activité [aktivite] ΟΥΣ θηλ
1. activité (occupation):
2. activité (fonctionnement):
3. activité (énergie):
- interdisciplinaire cours, activité
-
- inlassable activité
-
- affectionner chose, activité
-
στο λεξικό PONS
activité [aktivite] ΟΥΣ θηλ
1. activité sans πλ (fait d'être actif):
3. activité (profession):
activité [aktivite] ΟΥΣ θηλ
1. activité sans πλ (fait d'être actif):
3. activité (profession):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'activité
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique