Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
occupation [βρετ ɒkjʊˈpeɪʃ(ə)n, αμερικ ˌɑkjəˈpeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. occupation (of house):
2. occupation:
3. occupation (job):
- occupation (profession)
- profession θηλ
4. occupation (leisure activity):
- occupation
- occupation θηλ
- downgrade task, occupation
-
-
- non-occupation
- occupation
- occupancy, occupation
- occupation
- occupation
- occupation
- occupation (de of, par by)
- l'Occupation ΙΣΤΟΡΊΑ
- the Occupation
-
- occupation
στο λεξικό PONS
occupation [ˌɒkjəˈpeɪʃən, αμερικ ˈɑ:kjəˈ-] ΟΥΣ a. τυπικ a. ΣΤΡΑΤ
- occupation
- occupation θηλ
occupation [ˈa·kjə·ˈpeɪ·ʃ ə n] ΟΥΣ a. τυπικ a. ΣΤΡΑΤ
- occupation
- occupation θηλ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.