Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sport|if (sportive) [spɔʀtif, iv] ΕΠΊΘ
1. sportif κυριολ équipement, épreuve, journal, rencontre:
2. sportif μτφ allure:
3. sportif (généreux):
στο λεξικό PONS
I. sportif (-ive) [spɔʀtif, -iv] ΕΠΊΘ
I. sportif (-ive) [spɔʀtif, -iv] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.