Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cérébr|al (cérébrale) <αρσ πλ cérébraux> [seʀebʀal, o] ΕΠΊΘ
- commotion cérébrale
- concussion (of the brain)
- congestion cérébrale
-
στο λεξικό PONS
I. cérébral(e) <-aux> [seʀebʀal, o] ΕΠΊΘ
2. cérébral (intellectuel):
- congestion cérébrale
-
- commotion cérébrale
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.