στο λεξικό PONS
Haus·halt <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Haushalt (Hausgemeinschaft):
- Haushalt
-
2. Haushalt (Haushaltsführung):
3. Haushalt ΙΑΤΡ, ΒΙΟΛ (Kreislauf):
- Haushalt
-
4. Haushalt ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Etat):
- Haushalt
-
- kommunaler/öffentlicher Haushalt
-
- Verabschiedung Haushalt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Haushalt ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
- Haushalt
-
öffentlicher Haushalt ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
- öffentlicher Haushalt (Staatsbudget)
-
- öffentlicher Haushalt (Staatsbudget)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.