στο λεξικό PONS
kom·mu·nal [kɔmuˈna:l] ΕΠΊΘ
Ebe·ne <-, -n> [e:bənə] ΟΥΣ θηλ
- kommunaler/öffentlicher Haushalt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- kommunaler Güterverkehr ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ
-
-
- Kommunaler Güterverkehr
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- kommunaler/öffentlicher Haushalt