Müll·ab·fuhr <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Müllabfuhr (das Abfahren des Mülls):
- Müllabfuhr
-
2. Müllabfuhr (Referat der Stadtreinigung):
-
- Müllabfuhr θηλ <-, -en>
-
- Müllabfuhr θηλ <-, -en>
-
- Müllabfuhr θηλ <-, -en>
-
- Müllabfuhr θηλ <-, -en>
-
- städtische Müllabfuhr
-
- Müllabfuhr θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.