στο λεξικό PONS
Ebe·ne <-, -n> [e:bənə] ΟΥΣ θηλ
I. eben2 [ˈe:bn̩] ΕΠΊΡΡ
1. eben zeitlich:
2. eben (nun einmal):
3. eben (gerade noch):
II. eben2 [ˈe:bn̩] ΜΌΡ
1. eben (genau das):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
DV-Ebene ΟΥΣ θηλ IT
- DV-Ebene (Datenverarbeitungsebene)
-
-
- DV-Ebene θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.