στο λεξικό PONS
 
  
 Aus·wir·kung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
 
  
 -  
-  Auswirkung θηλ <-, -en>
-  
-  Auswirkung[en] θηλ[pl]
-  
-  Auswirkung θηλ <-, -en>
-  beneficial effect [or influence]
-  positive Auswirkung αρσ
-  
-  nachteilige Auswirkung
-  
-  Auswirkung θηλ <-, -en>
-  
-  Auswirkung θηλ <-, -en>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
-  Auswirkung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
