στο λεξικό PONS
Wohl·stand <-s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
- Wohlstand
-
- Wohlstand
-
-
- Wohlstand αρσ <-s>
-
- Wohlstand αρσ <-s>
-
- beispielloser Wohlstand
-
- Wohlstandssyndrom ουδ (als psychische Störung bei Menschen, die im Wohlstand leben, jedoch unzufrieden sind)
-
- Wohlstand αρσ <-s>
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Wohlstandssyndrom ουδ (als psychische Störung bei Menschen, die im Wohlstand leben, jedoch unzufrieden sind)