eth·ics [ˈeθɪks] ΟΥΣ + ενικ ρήμα
- ethics
-
eth·ic [ˈeθɪk] ΟΥΣ
1. ethic usu pl (morality):
2. ethic ενικ (system of moral beliefs):
ˈwork eth·ic ΟΥΣ
-
- ethics + ενικ ρήμα
-
- ethics ουσ πλ
-
- ethics + ενικ ρήμα
-
- ethics teaching
- Ethikkommission θηλ
- ethics commission
-
- business ethics + ενικ ρήμα
-
- professional ethics ουσ πλ
-
- ethics committee
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.