στο λεξικό PONS
I. Ethio·pian [ˌi:θiˈəʊpiən, αμερικ -ˈoʊp-] ΟΥΣ
- Ethiopian
-
II. Ethio·pian [ˌi:θiˈəʊpiən, αμερικ -ˈoʊp-] ΕΠΊΘ
- Ethiopian
-
- Äthiopier(in)
- Ethiopian
-
- Ethiopian
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ethiopian birr ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Ethiopian birr (ETB, Währung Äthiopiens)
- Birr αρσ
- Birr (ETB, Währung Äthiopiens)
- Ethiopian birr
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.