στο λεξικό PONS
cus·to·dian [kʌsˈtəʊdiən, αμερικ -ˈtoʊ-] ΟΥΣ
1. custodian (keeper):
- custodian
-
- custodian μτφ
-
2. custodian αμερικ (caretaker):
- custodian
-
- custodian
-
cus·to·dian ˈbank ΟΥΣ
- custodian bank
- Verwahrbank θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
custodian bank ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- custodian bank
- Verwahrbank θηλ
custodian services ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- custodian services
- Depotverwaltung θηλ
custodian bank fee ΟΥΣ handel
-
- Depotbankgebühr θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.