Auf·se·her(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
2. Aufseher (die Aufsicht führende Person):
- Aufseher(in)
-
- Aufseher(in) (Museumsaufseher)
-
-
- Aufseher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Aufseher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Aufseher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Aufseher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Aufseher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
- super βρετ
- Aufseher(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.