στο λεξικό PONS
I. mor·al [ˈmɒrəl, αμερικ ˈmɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. moral (ethical):
2. moral (virtuous):
II. mor·al [ˈmɒrəl, αμερικ ˈmɔ:r-] ΟΥΣ
1. moral (of story):
2. moral (standards of behaviour):
- morals pl
-
- morals pl
-
mor·al ˈfi·bre, αμερικ mor·al ˈfi·ber ΟΥΣ no pl
mor·al phi·ˈloso·phy ΟΥΣ no pl
mor·al sup·ˈport ΟΥΣ no pl
mor·al ˈvic·tory ΟΥΣ
mor·al ma·ˈjor·ity ΟΥΣ
mor·al ˈhaz·ard ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
moral hazard ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
moral reason ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.