στο λεξικό PONS
-
- Unbekümmertheit θηλ <->
-
- Unbekümmertheit θηλ <->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rücksichtslose Unbekümmertheit phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- rücksichtslose Unbekümmertheit
-
-
- rücksichtslose Unbekümmertheit θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- unbeholfen
- Unbeholfenheit
- unbeirrbar
- unbeirrt
- unbekannt
- Unbekümmertheit
- unbelastet
- unbelästigt
- unbelebt
- unbeleckt
- unbelegt