στο λεξικό PONS
I. un·be·las·tet [ˈʊnbəlastət] ΕΠΊΘ
1. unbelastet (frei):
2. unbelastet ΧΡΗΜΑΤΟΠ (nicht mit Grundschulden belastet):
- unbelastet
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- unbelastet
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.